- ερίφιος
- ἐρίφιος, ο (Α) [έριφος]επίθ. τού Διός στο Μεταπόντιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… … Dictionary of Greek